- ἀδιατύπωτος
- ἀ-δια-τύπωτος, ungestaltet
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀδιατύπωτος — unshapen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιατύπωτος — η, ο (Α ἀδιατύπωτος, ον) [διατυπῶ] νεοελλ. αυτός που δεν διατυπώθηκε ή δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί γραπτά ή προφορικά αρχ. ασχημάτιστος, άμορφος («ἀδιατύπωτος ψυχή») … Dictionary of Greek
αδιατύπωτος — η, ο αυτός που δε διατυπώθηκε ή δεν μπορεί να διατυπωθεί, να εκφραστεί: Οι απόψεις του αυτές είναι προτιμότερο να μείνουν αδιατύπωτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιατύπωτον — ἀδιατύπωτος unshapen masc/fem acc sg ἀδιατύπωτος unshapen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιατυπώτου — ἀδιατύπωτος unshapen masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιατύπωτα — ἀδιατύπωτος unshapen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՏՊԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0247 Chronological Sequence: 6c, 8c ա. ἁτύπωτος, ἁδιατύπωτος figurae expers, figura carens, informis Անտիպ. անկերպարան. անբաժ ʼի ձեւոյ եւ ʼի տպաւորութենէ. *Ի պարզսն կոյս եւ յանտպաւորսն ելցուք իմանալի տեղեկութիւնս եւ նմանութիւնս:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)